DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
bind δεσμεύω
binding act πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα
binding act πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση
binding advice υποχρεωτική συμβουλή
binding official document διοικητικό έγγραφο με δεσμευτική ισχύ
binding power συνδετική ικανότητα
binding primer συνδετικό αστάρι
bio-available chromium or bioavailable βιοδιαθέσιμο χρώμιο
bio-bibliography βιοβιβλιογραφία
Bio-response Working Party ομάδα για απάντηση στις βιολογικές επιθέσεις
bioavailable metabolites βιοδιαθέσιμοι μεταβολίτες
biochemical weapon βιοχημικό όπλο
biogenetics of incorporated radionuclides βιογενετικές επιπτώσεις των προσλαμβανομένων ραδιονουκλεϊδίων
biogenic origin βιογενής προέλευση
biogenic synthesis βιογενής σύνθεση
biogenous origin βιογενής προέλευση
biogenous synthesis βιογενής σύνθεση
biological βιολογική
biological βιολογικό
Biological and Toxin Weapons Convention Σύμβαση για τα Βιολογικά και Τοξινικά ΄Οπλα